- φυσικοδικαιοκρατία
- Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία ή στην πολιτική, υποστηρίζει την υπεροχή και τη θεμελιώδη αξία του φυσικού δικαίου, ενός δικαίου που ανήκει στον άνθρωπο ως άνθρωπο, ανεξάρτητα από κάθε νομοθεσία. Με την έννοια αυτή ο όρος, με τον αντίθετό του αντιφυσικοδικαιοκρατία, έφτασε να σημαίνει και να περιλαμβάνει μια ολόκληρη φιλοσοφικοπολιτική διένεξη που άρχισε από τον 17o αι. και στην οποία παρουσιάστηκαν και αναπτύχθηκαν πολλές από τις βασικές δομές του νεότερου κόσμου. Αυτή όμως η έννοια του όρου, που είναι η επικρατέστερη, δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε ότι η ιδέα ενός φυσικού δικαίου δεν είναι άγνωστη ως κλασική αντίληψη και ότι η πρώτη μορφή φ. βρίσκεται στον στωικισμό. Η έννοια του φυσικού δικαίου πέρασε έπειτα στη λατινική πατρολογία, η οποία την χρησιμοποίησε ως όπλο πολεμικής εναντίον του ρωμαϊκού κράτους, και κατόπιν στον δυτικοευρωπαϊκό χριστιανισμό, που την υιοθετεί στην πάλη του εναντίον κάθε πολιτικής εξουσίας. Το φυσικό δίκαιο αναγνωρίζει έτσι και προσδιορίζει, με αυτή την έννοια, μια σφαίρα όπου η πολιτική εξουσία δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει, μία ηθική σφαίρα του ατόμου, που το κράτος οφείλει να σέβεται. Είναι φανερό ότι η αντίληψη του Μακιαβέλι, με την εξάρτηση της πολιτικής ως δύναμης στην οποία δεν μπορεί να αντιταχθεί τίποτε εκτός από μια άλλη δύναμη, διασπά την παλαιά ισορροπία, εισάγοντας έναν ωμό πολιτικό ρεαλισμό, που αρνείται την αξία κάθε φυσικού δικαίου. Η περιφρόνηση του Μακιαβέλι για τους άοπλους προφήτες και η χρησιμοποίηση της ίδιας της θρησκείας ως οργάνου για κυβερνητικούς σκοπούς μεταβάλλει την πολιτική σε κάτι το απόλυτα ανεξέλεγκτο και πρωτόγονο. Οι θεωρίες του Μακιαβέλι κατέληξαν αργότερα, με τον Μποντέν, στην αντίληψη του νεότερου κράτους, που, ως απόλυτο και κυρίαρχο, αποκρούει την επέμβαση όχι μόνο ξένων δυνάμεων, αλλά και την ιδέα ενός φυσικού δικαίου, δεχόμενο ότι όλα πηγάζουν από μια μοναδική πηγή δικαίου, που είναι μόνο η θέληση του ηγεμόνα. Ακριβώς εναντίον της απολυταρχίας και της παντοδυναμίας του νεότερου κράτους, που από τη γέννησή του συγκλονίστηκε από τους τρομερούς θρησκευτικούς πολέμους, ξανάρχισε η συζήτηση περί φυσικού δικαίου. Στην απόλυτη εξουσία η φ. αντιτάσσει την ιδέα ενός κοινωνικού συμβουλίου, που αποτελεί τη βάση της συμβίωσης και του οποίου ειδικός προορισμός είναι να προστατεύσει την ελευθερία που είχε ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση. Όταν το κράτος δεν περιφρουρεί τα θεμελιώδη φυσικά δικαιώματα, δικαιολογείται η εξέγερση εναντίον της εξουσίας που έχει ήδη, για τον λόγο αυτό, εκφυλιστεί. Η νέα αυτή έννοια της φ. εμφανίζεται με τους Γκρότιους, Πούφεντορφ, Τομάζους, Λοκ, Ρουσό. Έχει καθαρά δημοκρατικό χαρακτήρα και είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον καλβινισμό. Ο τόνος της είναι ουσιαστικά κοσμοπολίτικος. Αποκορύφωμα της μαχητικότητας της φ. ήταν η αμερικανική διακήρυξη των δικαιωμάτων (1776), την οποία ακολούθησε η γαλλική (1780). Αλλά η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων έγινε στη Γαλλία το ιδεολογικό όπλο της Επανάστασης. Όταν τα φυσικά δικαιώματα περιορίζονται στο αμετακίνητο τρίγωνο της λογικής (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα) η αρχική έννοια της ομορφιάς και της ευγένειας της ανθρώπινης ψυχής, όπου υπάρχει μια θεία σπίθα, ανατρέπεται από λογικοκρατικές και μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις, των οποίων επιβάλλεται η πραγματοποίηση. Έτσι η Γαλλική επανάσταση οδήγησε σε έναν περιορισμό της ατομικής σφαίρας, που ασκείται εναντίον και αυτού του φυσικού δικαίου, στο όνομα μιας συλλογικής ανάγκης. Η ρομαντική σκέψη, που επαναλαμβάνει μέσα στον χώρο των πολιτικών θεωριών τις μακιαβελικές αντιλήψεις περί πολιτικής ως δύναμης, αντιτάσσει στη θεωρία της φ. και με σφοδρή μάλιστα πολεμική –στην οποία συμμετέχουν ο Σαβινί με την ιστορική σχολή του δικαίου, καθώς και ο ίδιος ο Χέγγελ– τη θεωρία του δικαίου που πηγάζει από τη συγκεκριμένη ζωή του έθνους. Η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων καταγγέλλεται ως σκοτεινή ιδεολογία οραματιστών, με την οποία επιδιώχτηκε η ανατροπή της ιστορικής τάξης. Την άρνηση των φυσικών δικαιωμάτων, που επιχείρησε ο ιστορισμός, υποστηρίζουν και οι εθνικιστικές, ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές τάσεις του 19ου αι.
Dictionary of Greek. 2013.